- διακέλευμα
- διακέλευμαan exhortationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακέλευμα — και διακέλευσμα, το (AM) παρόρμηση, παρακίνηση, προσταγή … Dictionary of Greek
διακέλευσμα — διακέλευσμα, το (Α) βλ. διακέλευμα* … Dictionary of Greek